- αέρδην
- ἀέρδην και αττ. ἄρδην επίρρ. (Α)1. ψηλά, στον αέρα, επάνω2. τελείως, καθ’ ολοκληρίαν, εκ θεμελίων3. συνολικά, στο σύνολο τους, όλοι μαζί4. πλήρως, εξ ολοκλήρου, ριζικά.[ΕΤΥΜΟΛ. Από τη ρίζα *ἀFερ- (τού ἀFείρω) > ἀ(F)έρ-δην και, με συναίρεση, ἄρδην. Η λ. αρχικά σήμαινε «σηκωμένος ψηλά, στον αέρα» (πρβλ. φέρειν ἄρδηνπηδῶντος ἄρδην)αργότερα μετέπεσε στη σημασία τού «τελείως, καθ’ ολοκληρίαν», χρησιμοποιούμενο μάλιστα με λέξεις που σήμαιναν γενικά «προξενώ κακό, καταστρέφω» (πρβλ. πᾶσαν ἄρδην πόλιν ἀπολλύναι, ἄρδην διαφθείρεσθαι, Φωκέων ἄρδην ὄλεθρος)τελικά έφτασε στην (ουδέτερη) σημ. τού «συνολικά, στο σύνολό τους» (ὄμνυμι πάντας ἄρδην τοὺς θεοὺς) και «ἐξ ολοκλήρου, πλήρως». Η τελευταία σημ. χρησιμοποιείται και στη Νέα Ελληνική: «ανέτρεψαν άρδην τα σχέδιά τους»].
Dictionary of Greek. 2013.